Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '80, χάρη στη μεσολάβηση ενός βουλευτή, δύο υπάλληλοι από ένα χωριό της επαρχίας διορίστηκαν σε κάποιο υπουργείο. Ανέλαβαν υπηρεσία την ίδια ακριβώς ημέρα και μάλιστα τοποθετήθηκαν και στο ίδιο τμήμα.
Ο πρώτος (ας τον ονομάσουμε για οικονομία χώρου Α) προσπάθησε να εργαστεί όσο πιο αποδοτικά μπορούσε. Κάθε μέρα προσερχόταν στην υπηρεσία του έγκαιρα και δεν έφευγε πριν συμπληρωθεί το ωράριό του. Δούλευε με προσήλωση προσπαθώντας να εξυπηρετήσει τους πολίτες με ευγένεια και μέσα στα χρονικά περιθώρια του νόμου, να δίνει πληροφορίες τηλεφωνικά και να προωθεί τις υποθέσεις που του χρέωνε ο προϊστάμενός του. Αφιέρωνε χρόνο ακόμα και τα απογεύματα, στο σπίτι του, για να ενημερώνεται για τις εξελίξεις και τις αλλαγές της νομοθεσίας.
Ο δεύτερος (ας τον ονομάσουμε Β) από την αρχή δεν μπήκε με όρεξη για δουλειά. Προσερχόταν στην υπηρεσία του με μισή-μία ώρα καθυστέρηση καθημερινά και αφού πήγαινε και στα διπλανά γραφεία για να χαιρετήσει τους συναδέλφους του, να πιει καφέ και να μάθει τα νέα της ημέρας, ξεκινούσε τη δουλειά. Όχι για πολύ όμως. Σε καμιά ώρα «πεταγόταν έξω» για να πάει στην τράπεζα, ή στη λαϊκή αγορά, ώστε να τακτοποιήσει τις προσωπικές και οικογενειακές του υποθέσεις και να κάνει τα ψώνια του. Αν μάλιστα τύχαινε να δει στο δρόμο κάποιον γνωστό του, καθόταν να πιει μαζί του κι έναν καφέ. Στη συνέχεια, επέστρεφε στην εργασία του και εργαζόταν για μια-δυο ώρες. Πάντα, ένα τέταρτο πριν από τη λήξη του ωραρίου ήταν πίσω από την είσοδο, έτοιμος για αναχώρηση.
Φυσικά, οι υποθέσεις που είχε χρεωθεί ο Β δεν προχωρούσαν. Οι φάκελοι στοιβάζονταν στο γραφείο του και οι πολίτες που τηλεφωνούσαν δεν τον εύρισκαν. Όμως, ο Β δεν πολυνοιαζόταν. Μάλιστα, είχε την απαίτηση ο Α να τον δικαιολογεί όταν κάποιος πολίτης τον αναζητούσε με επιμονή, λέγοντας ότι «πετάχτηκε για λίγο έξω και όπου να 'ναι θα επιστρέψει». Όμως, ούτε και για επιμόρφωση είχε πολλή διάθεση. Αν του παρουσιαζόταν μια δύσκολη περίπτωση θα ρωτούσε τους άλλους ή θα έκανε ό,τι του φαινόταν σωστό. Κι όταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήρθαν οι υπολογιστές στον οργανισμό του, προσκόμισε μια βεβαίωση από οφθαλμίατρο που έλεγε ότι η όρασή του ήταν ασθενική και ότι δεν έπρεπε να εκτίθεται στην ακτινοβολία.
Ο προϊστάμενος των δύο υπαλλήλων έβλεπε την τεράστια διαφορά στην απόδοσή τους, αλλά δεν μιλούσε. Κι όταν στο τέλος της πρώτης χρονιάς ήλθε η ώρα να τους αξιολογήσει, βαθμολόγησε και τους δύο με «άριστα». Πού να έμπλεκε και με τον βουλευτή που τους διόρισε; Όρεξη για φασαρίες δεν είχε. Πάντως, για να μην εκτεθεί και ο ίδιος, φρόντιζε τις περισσότερες και δυσκολότερες υποθέσεις να τις αναθέτει στον Α, γνωρίζοντας ότι θα τις έφερνε εις πέρας και για τον Β άφηνε τα «ψιλά». Έτσι, τα χρόνια περνούσαν και οι δύο υπάλληλοι είχαν ακριβώς την ίδια μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη. Έπαιρναν τον ίδιο ακριβώς μισθό, τα ίδια επιδόματα, ακόμα και το ίδιο πριμ παραγωγικότητας (!) αφού είχαν ακριβώς τα ίδια χρόνια υπηρεσίας. Άλλωστε, για το ελληνικό κράτος αυτό μόνο μετρούσε.
Ο Α στην αρχή δεν παραπονιόταν. Θες γιατί δεν είχε διάθεση να χαλάσει τις σχέσεις του με τον Β, με τον οποίο καθόταν στο ίδιο γραφείο; Θες γιατί σκεπτόταν ότι εκείνος έκανε το καθήκον του και δεν ήθελε να ασχολείται με τους άλλους; Θες γιατί τόσα χρόνια στο χωριό είχαν μεγαλώσει μαζί και θα δημιουργείτο παρεξήγηση και μεταξύ των συγγενών τους; Πάντως, ουδέποτε παραπονέθηκε για το γεγονός ότι έκανε την περισσότερη δουλειά στο τμήμα και μάλιστα χωρίς καμία αναγνώριση. Όταν, όμως, ο προϊστάμενός τους πήρε σύνταξη, είδε με συνοπτικές διαδικασίες να επιλέγεται ως νέος προϊστάμενος του τμήματος ο Β. Μια και από πλευράς τυπικών προσόντων και βαθμολογίας οι δύο υπάλληλοί μας ήταν ίσοι, εκείνο που μέτρησε στην κρίση ήταν οι φιλίες και οι κουμπαριές. Και ο Β όλα αυτά τα χρόνια είχε φροντίσει να αποκτήσει καλές δημόσιες σχέσεις...
Μετά από αυτό, την επόμενη μέρα ο Α μπήκε στο γραφείο αγνώριστος. Πέταξε στην άκρη όλους τους φακέλους, σήκωσε το τηλέφωνο για να μην τον ξαναενοχλήσει κανείς και σε λίγη ώρα βγήκε να απολαύσει τον περίπατό του κάτω από τον ηλιόλουστο αττικό ουρανό. Το είχε τόσο πολύ ανάγκη... Έκτοτε και μέχρι να πάρει την σύνταξή του, ο Α ουδέποτε ξανασχολήθηκε σοβαρά με το αντικείμενό του. Αισθανόταν ότι ήταν το κορόιδο της υπόθεσης, αφού τόσα χρόνια δούλεψε σκληρά χωρίς κανείς να του το αναγνωρίσει. Τώρα, είχε έλθει η ώρα να χαλαρώσει. Από την πλευρά του, ο αρμόδιος βλέποντας ότι η δουλειά στο τμήμα τους δεν προχωρούσε, αποφάσισε να προσλάβει και δύο συμβασιούχους ώστε να διεκπεραιώνονται οι υποθέσεις.
Όταν βγήκαν στη σύνταξη, την ίδια ακριβώς ημέρα, ο Β τιμήθηκε για την προσφορά του με τον τίτλο του επίτιμου προϊσταμένου και φυσικά πήρε μεγαλύτερη σύνταξη από τον Α. !!!!!!!!!!??!!!!!!!!!
|